- καταβλαβεύς
- καταβλαβεύς, ὁ (Α)επιγρ. αυτός που βλάπτει, που ζημιώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βλαβεύς (< βλάβη), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβλαβεῖ — καταβλάπτω hurt greatly aor subj pass 3rd sg (epic) καταβλαβεύς damager masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλαβῇ — καταβλάπτω hurt greatly aor subj pass 3rd sg καταβλαβῆι , καταβλαβεύς damager masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)